-
1 ἀμαλδυνω
ἀμαλδυνω (für ἀμαλύνω, von ἀμαλός), eigtl. schwächen, ὄμματα ἀμαλδύνεται Hippocr.; dah. zerstören, Hom. dreimal, τεῖχος ἀμαλδῠναι (ἀμαλδύνας) Iliad. 12, 18. 32, τεῖχος ἀμαλδύνηται 7, 463; – ὑπὸ Διὸς ἀμαλδυνϑήσομαι, ich werde zermalmt werden, Ar. Pax 380; unkenntlich machen, εἶδος H. h. Cer. 94; vgl. Iul. Aeg. 4 (VI, 18) Λαὶς ἀμαλδυνϑεῖσα μορφήν. Bei Ap. Rh. 1, 834 verhehlen, Schol. ἀποκρύπτουσα.
-
2 αμαλδυνω
1) разрушать, уничтожать(τεῖχος Hom.; ὑπὸ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Arph.)
ἀμαλδυνθεὴς χρόνῳ μορφήν Anth. — обезображенный временем2) расточать(χρήματά τινος Theocr.)
3) скрывать, прятатьἀ. εἶδος HH. — менять свой вид